- φιλόφθονος
- -ον, Α1. φθονερός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφθονονη φιλοφθονία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + φθόνος (πρβλ. βαρύ-φθονος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόφθονον — φιλόφθονος given to envy masc/fem acc sg φιλόφθονος given to envy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόφθονα — φιλόφθονος given to envy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοφθονία — ἡ, Α [φιλόφθονος] 1. η ιδιότητα τού φιλόφθονου 2. τίτλος πραγματείας τού Βάρρωνος … Dictionary of Greek